-
1 φανέλα
[фанэла] ουσ. Θ. фланель, фуфайка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φανέλα
-
2 φανέλα
[фанэла] ουσ θ фланель, фуфайка. -
3 φανέλα
1) flanelle2) gilet -
4 φανέλα
1) kaftanik (m) rzecz.2) kamizelka (f) rzecz. -
5 φανέλα
tílko -
6 φανέλα
1) shirt2) vestΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φανέλα
-
7 flanelle
φανέλα -
8 майка
-
9 фуфайка
-
10 фланель
текст. η φανέλα (ύφασμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фланель
-
11 тельняшка
тельняшкаж ἡ φανέλα -
12 flannel
['flænl](loosely woven woollen cloth usually soft and slightly furry: blankets made of flannel; ( also adjective) a flannel petticoat.) (ύφασμα) φανέλα -
13 байка
[μπάΐκα] ουσ. θ. βαμβακερή φανέλα -
14 майка
[μάΐκα] ουσ. θ. φανέλα -
15 байка
[μπάΐκα] ουσ θ βαμβακερή φανέλα -
16 майка
[μάΐκα] ουσ θ φανέλα -
17 тельник
-а α.1. (απλ.) η φανέλα (εσώρουχο).2. παλ. σταυρός φορούμενος κατάσαρκα. -
18 тельный
επ.κατάσαρκος (φορούμενος)•-ая рубашка η φανέλα.
|| χρώματος κρεατί•-ая краска χρώμα κρεατί.
-
19 тельняшка
-и θ.φανέλα ναυτική. -
20 фланелевка
-и θ.η ναυτική φανέλα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φανέλα — και φλανέλλα, η, Ν 1. είδος χνουδωτού υφάσματος με ομαλή επιφάνεια ή με διαγώνιες ραβδώσεις πάνω σε αυτήν, υφασμένο με λαναρισμένα νήματα και με μέγεθος που ποικίλλει από πολύ λίγο μέχρι τόσο πολύ που να επισκιάζει την επιφάνεια τού υφάσματος… … Dictionary of Greek
φανέλα — η (λ. ιταλ.) 1. είδος χνουδωτού υφάσματος μάλλινου ή μπαμπακερού: Το παντελόνι του είναι από φανέλα. 2. μαλακό εσώρουχο μάλλινο ή μπαμπακερό, που φοριέται κατάσαρκα και καλύπτει το πάνω μέρος του σώματος: Αθλητική φανέλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φανελένιος — α, ο, Ν κατασκευασμένος από φανέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανέλα + κατάλ. ένιος (πρβλ. ασημ ένιος)] … Dictionary of Greek
Κουμανταρέας, Μένης — (Αθήνα 1931 –). Πεζογράφος και μεταφραστής λογοτεχνίας. Δεν ακολούθησε ολοκληρωμένο κύκλο πανεπιστημιακών σπουδών και μετά τη θητεία του στο ναυτικό εργάστηκε για μια εικοσαετία σε ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρείες. Παράλληλα ασχολήθηκε με… … Dictionary of Greek
Menis Koumandareas — Μένης Κουμανταρέας Born 1931 Athens, Greece Occupation Writer Nationality Greek … Wikipedia
Koumandareas — Menis Koumandareas (griechisch Μένης Κουμανταρέας; * 1931 in Athen) ist ein griechischer Schriftsteller. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werke 3 Literatur 4 Weblinks // … Deutsch Wikipedia
Menis Koumandareas — (griechisch Μένης Κουμανταρέας; * 1931 in Athen) ist ein griechischer Schriftsteller. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werke 3 Literatur 4 … Deutsch Wikipedia
μπαλένα — και μπανέλα και μπαλαίνα, η 1. κεράτινο έλασμα το οποίο λαμβάνεται από το στόμα τής φάλαινας και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ζωνών μέσης, στηθόδεσμων κ.λπ. 2. (κατ επέκτ.) έλασμα από άλλη ύλη το οποίο έχει παρόμοια χρήση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ … Dictionary of Greek
φανελάδικο — το, Ν φανελοποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανέλα + κατάλ. άδικο (πρβλ. τυροπιτ άδικο)] … Dictionary of Greek
φανελάς — ο, Ν [φανέλα] φανελοποιός … Dictionary of Greek
φανελοποιός — ο, Ν κατασκευαστής φανελών 2. ιδιοκτήτης φανελοποιείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανέλα + ποιός*] … Dictionary of Greek